ὀψινή

ὀψινή
ὀψινός
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρετινάλη — η, Ν (βιοχ.) κοινή ονομασία τής διτερπενικής αλδεΰδης, η οποία σχετίζεται με την ρετινόλη και τής οποίας η ένωση με την οψίνη σχηματίζει την ροδοψίνη, αλλ. ρετινένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. retinal < retina (πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • Γουόλντ, Τζορτζ — (George Wald, Νέα Υόρκη 1906 – 1981).Αμερικανός χημικός. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο της Κολούμπια το 1932. Αργότερα πραγματοποίησε έρευνες στη Ζυρίχη, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”